LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Briefness
/bɹˈiːfnəs/
/bɹˈiːfnəs/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "briefness"
Briefness
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the attribute of being brief or fleeting
02
the temporal property of being very short
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
briefly
briefless
briefing
briefcase computer
briefcase bomb
briefs
brier-wood
brierwood
briery
brig
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App