Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Brig
01
ένα είδος ιστιοφόρου με δύο κατάρτια, φυλακή σε στρατιωτικό πλοίο ή σε στρατιωτική βάση
a type of two-masted sailing ship, or a prison on a military ship or in a military base
Παραδείγματα
The sailors were punished and sent to the brig for disobeying orders.
Οι ναύτες τιμωρήθηκαν και στάλθηκαν στο μπριγκ για ανυπακοή στις εντολές.
The captain ordered the rebellious crew member to be locked in the brig.
Ο καπετάνιος διέταξε να κλειδωθεί το επαναστατημένο μέλος του πληρώματος στο brig.
02
ποινικό ίδρυμα, πλωτή φυλακή
a penal institution (especially on board a ship)



























