Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Briefcase
01
χαρτοφύλακας, βαλίτσα εγγράφων
a flat, leather or plastic case with a handle, used for carrying papers or documents
Παραδείγματα
Her briefcase had a combination lock for added security.
Η χαρτοφύλακάς του είχε έναν κωδικό κλειδαριάς για επιπλέον ασφάλεια.
She always keeps her laptop in her briefcase when traveling.
Φυλάει πάντα το laptop της στην χαρτοφύλακά της όταν ταξιδεύει.
Λεξικό Δέντρο
briefcase
brief
case



























