LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Brierwood
/bɹˈaɪəwʊd/
/bɹˈaɪɚwʊd/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "brierwood"
Brierwood
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
wood from the hard woody root of the briar Erica arborea; used to make tobacco pipes
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
brier-wood
briefs
briefness
briefly
briefless
briery
brig
brigade
brigadier
brigadier general
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App