Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
lazybones
01
τεμπέλης, οκνός
used to describe someone who is habitually lazy or unwilling to work or exert effort
Παραδείγματα
Stop being such a lazybones and help me clean the house!
Σταμάτα να είσαι τεμπέλης και βοήθησέ με να καθαρίσω το σπίτι!
He ’s been sitting there like a lazybones all day, doing nothing.
Κάθεται εκεί σαν τεμπέλης όλη μέρα, χωρίς να κάνει τίποτα.



























