Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
lazy
01
τεμπέλης, οκνός
avoiding work or activity and preferring to do as little as possible
Παραδείγματα
Her room was always messy because she was too lazy to tidy up after herself.
Το δωμάτιό της ήταν πάντα ακατάστατο γιατί ήταν πολύ τεμπέλα για να τακτοποιήσει μετά από τον εαυτό της.
The employee 's lazy work ethic resulted in missed deadlines and subpar performance evaluations.
Η τεμπέλικη εργασιακή ηθική του υπαλλήλου οδήγησε σε χαμένες προθεσμίες και μέτριες αξιολογήσεις απόδοσης.
02
τεμπέλης, αργός
moving slowly and gently
Λεξικό Δέντρο
lazily
laziness
lazy
laze



























