Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Horsey
01
αλογάκι, πουλάρι
used to refer to a horse in a playful, childish, or affectionate way
Παραδείγματα
The little girl pretended to ride a horsey, galloping around the yard.
Το μικρό κορίτσι προσποιήθηκε ότι καβαλάει ένα αλογάκι, καλπάζοντας γύρω από την αυλή.
She smiled as the pony gave her a gentle nudge, saying, " Hello, horsey! "
Χαμογέλασε καθώς το πόνι της έδωσε ένα απαλό σκούντημα, λέγοντας, "Γεια σου, αλογάκι!"



























