Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Horticulture
01
κηπευτική, κηποτεχνία
the practice or study of growing flowers or other garden plants
Λεξικό Δέντρο
horticultural
horticulturist
horticulture
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κηπευτική, κηποτεχνία
Λεξικό Δέντρο