Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to reskill
01
επανακατάρτιση, απόκτηση νέων δεξιοτήτων
to learn new skills or train for a different job, often due to changes in the job market or technology
Παραδείγματα
She decided to reskill in software development after losing her job.
Αποφάσισε να επανακαταρτιστεί στην ανάπτυξη λογισμικού αφού έχασε τη δουλειά της.
Many companies offer programs to help employees reskill for future roles.
Πολλές εταιρείες προσφέρουν προγράμματα για να βοηθήσουν τους εργαζόμενους να ανακαταρτιστούν για μελλοντικούς ρόλους.



























