reskill
res
rɪs
ρισ
kill
ˈkɪl
κιλ
British pronunciation
/ɹɪskˈɪl/

Ορισμός και σημασία του "reskill"στα αγγλικά

to reskill
01

επανακατάρτιση, απόκτηση νέων δεξιοτήτων

to learn new skills or train for a different job, often due to changes in the job market or technology
example
Παραδείγματα
She decided to reskill in software development after losing her job.
Αποφάσισε να επανακαταρτιστεί στην ανάπτυξη λογισμικού αφού έχασε τη δουλειά της.
Many companies offer programs to help employees reskill for future roles.
Πολλές εταιρείες προσφέρουν προγράμματα για να βοηθήσουν τους εργαζόμενους να ανακαταρτιστούν για μελλοντικούς ρόλους.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store