Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to underpaid
01
αποπληρώνω λιγότερο, πληρώνω ανεπαρκώς
not receiving enough money for the work one does
Παραδείγματα
Many teachers feel underpaid for their efforts.
Πολλοί δάσκαλοι αισθάνονται υποαμειβόμενοι για τις προσπάθειές τους.
She left the job because she was underpaid for years.
Έφυγε από τη δουλειά γιατί πληρωνόταν λίγα για χρόνια.



























