Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
fancy-dress
01
μεταμφιεσμένος, στολισμένος
(of clothing or events) involving wearing costumes, typically for a special occasion or themed party
Παραδείγματα
The children enjoyed a fancy-dress parade at school.
Τα παιδιά απολάμβαναν μια μεταμφιεσμένη παρέλαση στο σχολείο.
They attended a fancy-dress ball in elaborate costumes.
Παρευρέθηκαν σε έναν μασκοφόρο χορό με περίτεχνα κοστούμια.



























