Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
average-looking
01
μεσαίας εμφάνισης, συνηθισμένος
describing someone whose appearance is neither particularly attractive nor unattractive
Παραδείγματα
She ’s an average-looking woman, but her personality stands out.
Είναι μια γυναίκα με μέση εμφάνιση, αλλά η προσωπικότητά της ξεχωρίζει.
The job applicant was an average-looking man in his thirties.
Ο υποψήφιος για τη δουλειά ήταν ένας άνδρας με μέση εμφάνιση στα τριάντα του.



























