Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to aver
01
διισχυρίζομαι, δηλώνω
to confidently state or declare something as true
Παραδείγματα
The company 's spokesperson averred that the product was safe for consumer use.
Ο εκπρόσωπος της εταιρείας διέψευσε ότι το προϊόν ήταν ασφαλές για κατανάλωση.
He averred his commitment to completing the project on time.
Επιβεβαίωσε τη δέσμευσή του να ολοκληρώσει το έργο εγκαίρως.
02
διισχυρίζομαι, επιβεβαιώνω
to confirm a statement or claim with evidence or justification
Παραδείγματα
The defendant averred his innocence by providing an alibi and witnesses.
Ο κατηγορούμενος επιβεβαίωσε την αθωότητά του παρέχοντας άλλοθι και μάρτυρες.
The lawyer averred his client's innocence by presenting compelling evidence.
Ο δικηγόρος επιβεβαίωσε την αθωότητα του πελάτη του παρουσιάζοντας πειστικά στοιχεία.
Λεξικό Δέντρο
averment
aversive
aver



























