Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
avaricious
01
άπληστος, φιλάργυρος
immoderately desirous of acquiring e.g. wealth
Λεξικό Δέντρο
avariciously
avariciousness
avaricious
avarice
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
άπληστος, φιλάργυρος
Λεξικό Δέντρο