Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pinch point
01
στενό σημείο, λαιμός μπουκαλιού
a place where something becomes narrow, often causing a restriction or bottleneck
Παραδείγματα
Traffic often builds up at pinch points like bridges and tunnels during rush hour.
Η κυκλοφορία συχνά συσσωρεύεται σε σημεία συμφόρησης όπως γέφυρες και σήραγγες κατά τις ώρες αιχμής.
The meeting room 's small size created a pinch point for accommodating all the attendees comfortably.
Το μικρό μέγεθος της αίθουσας συσκέψεων δημιούργησε ένα σημείο συμφόρησης για την άνετη φιλοξενία όλων των συμμετεχόντων.



























