Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pinched
01
αδύνατος, εξασθενημένος
extremely emaciated, particularly due to illness, lack of food, or exposure to cold
02
ρινικός, σαν να έχει σφιχτεί η μύτη
sounding as if the nose were pinched
03
σφιγμένος, στενός
as if squeezed uncomfortably tight
04
σε οικονομική δυσκολία, με έλλειψη χρημάτων
experiencing financial hardship
Παραδείγματα
They were a bit pinched after paying for unexpected car repairs.
Ήταν λίγο σε οικονομική δυσκολία αφού πλήρωσαν για απροσδόκητες επισκευές αυτοκινήτου.
He looked pinched and tired, worn down by weeks of unpaid work.
Φαινόταν σε οικονομική δυσκολία και κουρασμένος, εξαντλημένος από εβδομάδες απλήρωτης εργασίας.
Λεξικό Δέντρο
pinched
pinch



























