Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to identify as
01
ταυτίζομαι ως, ορίζω τον εαυτό μου ως
to define oneself as belonging to a particular category, group, or label
Transitive: to identify as sth
Παραδείγματα
She identifies as non-binary, meaning she does n't exclusively identify as male or female.
Αυτή ταυτίζεται ως μη δυαδικό, που σημαίνει ότι δεν ταυτίζεται αποκλειστικά ως άνδρας ή γυναίκα.
He was assigned female at birth but identifies as a transgender man.
Του αποδόθηκε θηλυκό φύλο κατά τη γέννηση αλλά ταυτίζεται ως ένας τρανς άνδρας.



























