Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bouldering
01
bouldering, αναρρίχηση σε βράχους
a style of rock climbing performed on small rock formations or artificial rock walls without the use of ropes or harnesses
Παραδείγματα
Bouldering is a popular form of climbing that emphasizes strength and technique.
Το bouldering είναι μια δημοφιλής μορφή αναρρίχησης που τονίζει τη δύναμη και την τεχνική.
He spent the afternoon bouldering at the local climbing gym.
Πέρασε το απόγευμα κάνoντας bouldering στο τοπικό γυμναστήριο αναρρίχησης.



























