LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Titchy
/ɛkstɹˈiːmli smˈɔːl ɔː tˈaɪni/
/ɛkstɹˈiːmli smˈɔːl ɔːɹ tˈaɪni/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "titchy"
titchy
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
extremely tiny
Informal
titchy
adj
Παράδειγμα
The
titchy
apartment
was
just
big
enough
for
one
person
.
She
picked up
the
titchy
shell
from
the
beach
and
admired
its
delicate
patterns
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App