Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
proactively
01
προληπτικά, με λήψη προληπτικής δράσης
by taking anticipatory action to control a situation
Παραδείγματα
She proactively fixed the error before it caused issues.
Προληπτικά διόρθωσε το σφάλμα πριν προκαλέσει προβλήματα.
The doctor proactively prescribed medication to avoid complications.
Ο γιατρός προληπτικά συνέταξε φάρμακα για να αποφύγει επιπλοκές.
Λεξικό Δέντρο
proactively
actively
active
act



























