Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pro
01
επαγγελματικός
(of people or events) professional, especially in sports
Παραδείγματα
He demonstrated pro-level skills during the championship game.
Επέδειξε δεξιότητες επαγγελματικού επιπέδου κατά τη διάρκεια του αγώνα πρωταθλήματος.
The pro athlete showed exceptional performance under pressure.
Ο επαγγελματίας αθλητής έδειξε εξαιρετική απόδοση υπό πίεση.
02
υπέρ
in favor of (an action or proposal etc.)
Pro
01
επαγγελματίας, προ
an athlete who plays for pay
02
ένα πλεονέκτημα, ένα θετικό σημείο
an argument or reason showing that there is an advantage in doing something
Παραδείγματα
One pro of working remotely is the flexibility to create your own schedule.
Ένα πλεονέκτημα της εξ αποστάσεως εργασίας είναι η ευελιξία στη δημιουργία του δικού σου προγράμματος.
They listed several pros of electric vehicles, including lower emissions and fuel savings.
Απαριθμήθηκαν πολλά πλεονεκτήματα των ηλεκτρικών οχημάτων, συμπεριλαμβανομένων χαμηλότερων εκπομπών και εξοικονόμησης καυσίμων.
pro
01
υπέρ
in favor of a proposition, opinion, etc.
pro
01
υπέρ
in favor of; for
Παραδείγματα
He is pro democracy.
Είναι υπέρ της δημοκρατίας.
They are pro veganism.
Είναι υπέρ του βιγκανισμού.



























