Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
gigantesque
01
γιγαντιαίος
used to describe something that is unusually large in size or scale
Παραδείγματα
The gigantesque statue of the ancient king towered over the city square.
Το γιγαντιαίο άγαλμα του αρχαίου βασιλιά υψωνόταν πάνω από την πλατεία της πόλης.
A gigantesque wave nearly capsized the small fishing boat.
Ένα γιγαντιαίο κύμα παραλίγο να ανατρέψει τη μικρή αλιευτική βάρκα.



























