Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to giggle
01
χαχανίζω, γελώ
to laugh in a light, silly, or often uncontrollable way as a result of nervousness or embarrassment
Intransitive
Παραδείγματα
The schoolgirls could n't help but giggle when their teacher told a funny story.
Οι μαθήτριες δεν μπορούσαν να σταματήσουν να γελούν χαχανητά όταν ο δάσκαλός τους είπε μια αστεία ιστορία.
She tried to hide her embarrassment but ended up giggling nervously.
Προσπάθησε να κρύψει την αμηχανία της αλλά κατέληξε να γελάει νευρικά.
Giggle
01
χαχανητό, ανόητο γέλιο
a foolish or nervous laugh
Λεξικό Δέντρο
giggler
giggle



























