Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
supersized
01
υπερμεγέθης, γιγαντιαίος
larger or more significant than the standard or typical size
Παραδείγματα
He ordered a supersized burger and fries, which barely fit on the tray.
Παρήγγειλε ένα υπερμεγέθη μπέργκερ και πατάτες, που μετά βίας χωρούσαν στο δίσκο.
The Hollywood blockbuster featured supersized explosions and CGI effects.
Το blockbuster του Χόλιγουντ περιελάμβανε υπερμεγέθεις εκρήξεις και εφέ CGI.
Λεξικό Δέντρο
supersized
super
sized



























