Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
supersensitized
/sˌuːpəsˈɛnsɪtˌaɪzd/
supersensitized
01
υπερευαίσθητος, υπερβολικά ευαίσθητος
extremely sensitive or overly reactive to stimuli
Παραδείγματα
Her skin became supersensitized after using the new cream.
Το δέρμα της έγινε υπερευαίσθητο μετά τη χρήση της νέας κρέμας.
Supersensitized nerves can cause extreme pain in some conditions.
Τα υπερευαίσθητα νεύρα μπορούν να προκαλέσουν έντονο πόνο σε ορισμένες συνθήκες.



























