LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Delight in
/dɪlˈaɪt ˈɪn/
/dɪlˈaɪt ˈɪn/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "delight in"
to delight in
[phrase form: delight]
ΡΉΜΑ
01
απόλαυση
to take great pleasure or joy in something
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App