Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to tap into
01
αξιοποιώ, προσπελαύνω
to access or make use of a resource or source of information
Transitive: to tap into a resource
Παραδείγματα
Successful leaders often tap into the strengths of their team members.
Οι επιτυχημένοι ηγέτες συχνά αξιοποιούν τις δυνατότητες των μελών της ομάδας τους.
The artist sought to tap into their creativity by exploring different mediums and techniques in their work.
Ο καλλιτέχνης προσπάθησε να αξιοποιήσει τη δημιουργικότητά του εξερευνώντας διαφορετικά μέσα και τεχνικές στη δουλειά του.



























