Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
BOGOF
/bˈɑːɡɑːf/
/bˈɒɡɒf/
BOGOF
01
προσφορά αγόρασε ένα πάρε άλλο δωρεάν, προώθηση δύο στην τιμή ενός
a sales promotion where customers receive an additional product at no extra cost when purchasing one
Παραδείγματα
The store 's BOGOF on all summer clothing attracted a lot of customers looking for a good deal.
Το BOGOF του καταστήματος σε όλα τα καλοκαιρινά ρούχα προσέλκυσε πολλούς πελάτες που αναζητούσαν μια καλή προσφορά.
Many shoppers look forward to the BOGOF promotions, especially during the holiday season.
Πολλοί πελάτες ανυπομονούν για τις προσφορές BOGOF, ειδικά κατά τη διάρκεια των διακοπών.



























