Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
bogus
01
ψεύτικος, πλαστός
not authentic or true, despite attempting to make it seem so
Παραδείγματα
The website advertised bogus products that never arrived after purchase.
Ο ιστότοπος διαφήμιζε ψεύτικα προϊόντα που δεν έφτασαν ποτέ μετά την αγορά.
The email claiming she had won a prize was revealed to be bogus, a scam to obtain personal information.
Το email που ισχυριζόταν ότι είχε κερδίσει ένα βραβείο αποκαλύφθηκε ότι είναι ψεύτικο, μια απάτη για την απόκτηση προσωπικών πληροφοριών.
02
ψεύτικος, πλαστός
false, fake, or not genuine
Παραδείγματα
The news report was bogus and had no real evidence to back it up.
Η ειδησεογραφική αναφορά ήταν ψεύτικη και δεν είχε καμία πραγματική απόδειξη για να την υποστηρίξει.
She showed me a bogus ID when trying to buy alcohol.
Μου έδειξε μια ψεύτικη ταυτότητα όταν προσπαθούσε να αγοράσει αλκοόλ.



























