Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
closeted
01
μη δηλωμένος, στην ντουλάπα
not openly revealing one's sexual orientation or gender identity
Παραδείγματα
He is a closeted gay man at work.
Είναι ένας κρυφός gay άνδρας στη δουλειά.
Everyone suspected she was closeted in high school.
Όλοι υποπτεύονταν ότι ήταν στην ντουλάπα στο λύκειο.
Λεξικό Δέντρο
closeted
closet



























