Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
foundational
01
θεμελιώδης, βασικός
forming the basis or essential framework of something
Παραδείγματα
Understanding basic arithmetic is foundational for learning more advanced math concepts.
Η κατανόηση της βασικής αριθμητικής είναι θεμελιώδης για την εκμάθηση πιο προχωρημένων μαθηματικών εννοιών.
Trust is foundational for building strong relationships in personal and professional settings.
Η εμπιστοσύνη είναι θεμελιώδης για την οικοδόμηση ισχυρών σχέσεων σε προσωπικά και επαγγελματικά πλαίσια.
Λεξικό Δέντρο
foundationally
foundational
foundation



























