Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
recycled
01
ανακυκλωμένο, ξαναχρησιμοποιημένο
used again or transformed into a new product after being processed
Παραδείγματα
The recycled paper was made from recovered materials.
Το ανακυκλωμένο χαρτί κατασκευάστηκε από ανακτηθέντα υλικά.
She bought a recycled plastic water bottle to reduce waste.
Αγόρασε ένα μπουκάλι νερό από ανακυκλωμένο πλαστικό για να μειώσει τα απόβλητα.
Λεξικό Δέντρο
recycled
recycle
cycle



























