Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
particitive
/pɑːtˈɪsɪpəl ˈadʒɪktˌɪv/
Participle adjective
01
μετοχικό επίθετο, επιθετική μετοχή
an adjective formed from a verb's participle form that describes a noun or pronoun
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μετοχικό επίθετο, επιθετική μετοχή