Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Liquin
01
liquin, ένα συνθετικό ρητινώδες μέσο που χρησιμοποιείται από καλλιτέχνες για να επιταχύνει τον χρόνο ξήρανσης και να βελτιώσει τη ροή και τη διαφάνεια των ελαιοχρωμάτων
a synthetic resin medium used by artists to accelerate drying time and improve the flow and transparency of oil paints



























