Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Liquidizer
01
μίξερ, επεξεργαστής τροφίμων
an electrically powered mixer with whirling blades that mix or chop or liquefy foods
Λεξικό Δέντρο
liquidizer
liquidize
liquid
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μίξερ, επεξεργαστής τροφίμων
Λεξικό Δέντρο