Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to liquify
01
υγροποιώ, λιώνω
make (a solid substance) liquid, as by heating
02
υγροποιώ, λιώνω
become liquid or fluid when heated
Λεξικό Δέντρο
liquifiable
liquified
liquify
liquid
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
υγροποιώ, λιώνω
υγροποιώ, λιώνω
Λεξικό Δέντρο