Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
lissome
01
ευκίνητος, κομψός
agile, graceful, and slender in movement or appearance
Παραδείγματα
The dancer moved across the stage with lissome grace, captivating the audience with her fluid movements.
Η χορεύτρια κινήθηκε πάνω στη σκηνή με ευλυγιστη χάρη, μαγεύοντας το κοινό με τις ρευστές της κινήσεις.
The gymnast's lissome body allowed her to execute intricate routines with ease and precision.
Το εύκαμπτο σώμα της γυμνάστριας της επέτρεψε να εκτελεί περίπλοκες ασκήσεις με ευκολία και ακρίβεια.
Λεξικό Δέντρο
lissomeness
lissome



























