Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Flexitime
01
ευέλικτο ωράριο, ευελιξία ωραρίου
a flexible work schedule in which employees can set their own working hours within a certain framework or range of hours
Παραδείγματα
She enjoys the freedom of working on a flexitime schedule.
Απολαμβάνει την ελευθερία της εργασίας με ευέλικτο πρόγραμμα.
His new job offers flexitime instead of fixed hours.
Η νέα του δουλειά προσφέρει ευέλικτο ωράριο αντί για σταθερές ώρες.



























