Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
stolen
01
κλεμμένος, κλαπείς
(of a person's posessession) taken without the owner's permission
Παραδείγματα
She reported her stolen wallet to the police.
Αναφέρθηκε η κλεμμένη τσάντα της στην αστυνομία.
The stolen car was found abandoned in the next town.
Το κλεμμένο αυτοκίνητο βρέθηκε εγκαταλελειμμένο στην επόμενη πόλη.



























