Stolen
volume
British pronunciation/stˈə‌ʊlən/
American pronunciation/ˈstoʊɫən/

Ορισμός και Σημασία του "stolen"

01

(of a person's posessession) taken without the owner's permission

stolen

adj
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store