Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
down-at-heel
01
ατημέλητος, απεριποίητος
having a shabby or unkempt appearance
Παραδείγματα
The down‑at‑heel hotel had peeling paint and broken furniture.
Το παραμελημένο ξενοδοχείο είξε ξεφλουδισμένο χρώμα και σπασμένα έπιπλα.
He wore a down‑at‑heel coat with frayed cuffs.
Φορούσε ένα ξεπερασμένο παλτό με φθαρμένα μανίκια.



























