LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Glitchy
/ɡlˈɪtʃi/
/ɡlˈɪtʃi/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "glitchy"
glitchy
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
(of a machine or system) prone to suffer a sudden problem and fail to function correctly
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
glitch music
glitch
glistering
glister
glistening
glitter
glittering
glittery
glitz
gloam
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App