Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to snap out of
[phrase form: snap]
01
συγκεντρώνομαι, βγαίνω από
to regain control of oneself after being in a bad mood or emotional state
Παραδείγματα
After weeks of feeling down, she decided it was time to snap out of her depression and seek help.
Μετά από εβδομάδες αισθήματος κατάθλιψης, αποφάσισε ότι ήταν ώρα να βγει από την κατάθλιψή της και να ζητήσει βοήθεια.
He needed to snap out of his procrastination if he wanted to meet his project's deadline.
Χρειαζόταν να βγει από την αναβλητικότητά του αν ήθελε να συμβαδίσει με την προθεσμία του έργου του.



























