Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to visit with
[phrase form: visit]
01
περνάω χρόνο με, επισκέπτομαι
to spend time with someone, especially for social or casual reasons
Παραδείγματα
We often visit with our neighbors on the weekends.
Συχνά περνάμε χρόνο με τους γείτονές μας τα σαββατοκύριακα.
They enjoy visiting with friends at the local coffee shop.
Απολαμβάνουν να περνούν χρόνο με φίλους στο τοπικό καφέ.



























