Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
visibly
01
ορατά, σαφώς
in a manner that can be seen with the eyes
Παραδείγματα
The scars on his face were visibly clear after the accident.
Οι ουλές στο πρόσωπό του ήταν ορατά καθαρές μετά το ατύχημα.
Smoke was visibly rising from the chimney.
Ο καπνός ανέβαινε ορατά από την καμινάδα.
1.1
ορατά, εμφανώς
in a way that is clearly noticeable or apparent
Παραδείγματα
He was visibly nervous, fidgeting and avoiding eye contact.
Ήταν ορατά νευρικός, ανήσυχος και απέφευγε την οπτική επαφή.
The tension in the room was visibly thick, making conversation difficult.
Η ένταση στο δωμάτιο ήταν ορατά πυκνή, κάνοντας τη συζήτηση δύσκολη.
Λεξικό Δέντρο
invisibly
visibly
visible
vision



























