relatable
re
ρι
la
ˈleɪ
λει
ta
τα
ble
bəl
μπαλ
British pronunciation
/rɪˈleɪtəbəl/

Ορισμός και σημασία του "relatable"στα αγγλικά

01

κατανοητός, με τον οποίο μπορεί κανείς να ταυτιστεί

having qualities that make it easy for people to connect with or understand
example
Παραδείγματα
Her stories about growing up in a small town were so relatable that everyone in the audience nodded in agreement.
Οι ιστορίες της για τη μεγάλωση σε μια μικρή πόλη ήταν τόσο συγγνώριμες που όλοι στο κοινό κούνησαν το κεφάλι τους σε συμφωνία.
The movie 's main character was very relatable, dealing with struggles that many people face in their own lives.
Ο κύριος χαρακτήρας της ταινίας ήταν πολύ relatable, αντιμετωπίζοντας αγώνες που πολλοί άνθρωποι αντιμετωπίζουν στη δική τους ζωή.
02

σχετικός, κατάλληλος

connected or relevant to a particular subject or context
example
Παραδείγματα
The decline of traditional industries can be relatable to the rise of automation and technological advancements.
Η παρακμή των παραδοσιακών βιομηχανιών μπορεί να σχετίζεται με την άνοδο της αυτοματοποίησης και των τεχνολογικών προόδων.
The popularity of social media platforms is relatable to the increasing prevalence of smartphones and internet access.
Η δημοτικότητα των πλατφορμών κοινωνικών μέσων σχετίζεται με την αυξανόμενη επικράτηση των smartphones και της πρόσβασης στο διαδίκτυο.

Λεξικό Δέντρο

relatable
relate
rel
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store