Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
relatedly
01
σχετικά, σε σχέση με αυτό
used to introduce information that is connected to what has just been discussed
Παραδείγματα
The discussion seamlessly shifted from climate change impacts to relatedly exploring potential conservation measures.
Η συζήτηση μετατοπίστηκε απρόσκοπτα από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην σχετική εξερεύνηση πιθανών μέτρων διατήρησης.
Following the coverage of recent technological advancements, the presenter relatedly discussed the ethical considerations surrounding these developments.
Μετά την κάλυψη των πρόσφατων τεχνολογικών εξελίξεων, ο παρουσιαστής σχετικά συζήτησε τις ηθικές εκτιμήσεις γύρω από αυτές τις εξελίξεις.
Λεξικό Δέντρο
relatedly
related
relate
rel



























