Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
as a result
01
ως αποτέλεσμα, κατά συνέπεια
used to indicate the outcome of a preceding action or situation
Παραδείγματα
He worked hard on his studies, and as a result, he achieved top grades in the class.
Δούλεψε σκληρά για τις σπουδές του, και ως αποτέλεσμα, πέτυχε τους υψηλότερους βαθμούς στην τάξη.
The company implemented cost-cutting measures, and as a result, their profits increased significantly.
Η εταιρεία εφάρμοσε μέτρα μείωσης του κόστους, και ως αποτέλεσμα, τα κέρδη της αυξήθηκαν σημαντικά.



























