LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Plunging
/plˈʌndʒɪŋ/
/ˈpɫəndʒɪŋ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "plunging"
plunging
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
ριψοκίνδυνος
(of a woman's clothing) having a deep V-shaped neckline that reveals a lot of the top and cleavage
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App