Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Yearning
01
λαχτάρα, πόθος
a strong feeling of longing, desire or craving for something or someone
Παραδείγματα
She felt a yearning to return to her childhood home.
Ένιωσε μια λαχτάρα να επιστρέψει στο σπίτι της παιδικής της ηλικίας.
His yearning for adventure led him to travel the world.
Ο λαχτάρα του για περιπέτεια τον οδήγησε να ταξιδέψει τον κόσμο.
Λεξικό Δέντρο
yearningly
yearning
yearn



























