Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
yeasty
01
ζυμωμένος, ζυμώδης
having a taste or aroma resembling yeast, often found in bread, beer, or other fermented foods
Παραδείγματα
The homemade bread had a deliciously yeasty flavor, evoking warmth and freshness.
Το σπιτικό ψωμί είχε μια νοστιμότατη ζυμωτική γεύση, που θύμιζε ζεστασιά και φρεσκάδα.
The pastry had a subtle yeasty undertone, contributing to its airy and light texture.
Το γλύκισμα είχε μια λεπτή ζυμώδη υπονόηση, που συνέβαλε στην ελαφριά και αεράτη υφή του.
02
ζωηρά δημιουργικό, γεμάτο ζωηρή δημιουργικότητα
exuberantly creative
03
ζωηρός, ενθουσιώδης
marked by spirited enjoyment



























